Warning message
The subscription service is currently unavailable. Please try again later.
Οι άνθρωποι γενικότερα, είμαστε ιδιαιτέρως κοινωνικά όντα που έχουν ανάγκη από θετικές σχέσεις. Επομένως, μπορούμε εύκολα να κατανοήσουμε τα κίνητρα που έχουμε για να τα πηγαίνουμε καλά με τους άλλους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, δεν θα υπήρχε καμία πιθανότητα ύπαρξης της κοινωνίας μας, αν ιστορικά οι άνθρωποι δε συνεργάζονταν και δεν τα πήγαιναν καλά μεταξύ τους σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, πολύ συχνά βλάπτουν εσκεμμένα ο ένας τον άλλον. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Γιατί οι άνθρωποι θέλουν κάποιες φορές να ενοχλήσουν ή ακόμη κ να βλάψουν τους άλλους;
Δεκαετίες έρευνας αποδεικνύουν ότι πίσω από τη δημοφιλή πεποίθηση πως οι άνθρωποι γίνονται κακοί όταν θέλουν να αισθανθούν καλύτερα για τον εαυτό τους, κρύβεται μία μεγάλη πικρή αλήθεια! Η θεωρία της «κοινωνικής ταυτότητας» υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι έχουν μια βασική ψυχολογική ανάγκη για «θετική ιδιαιτερότητα». Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι έχουν μία θετικά προσδιορισμένη ανάγκη να αισθάνονται μοναδικοί σε σχέση με τους γύρω τους. Καθώς από τη φύση τους, έχουν την τάση να σχηματίζουν ομάδες, αυτή η ανάγκη για θετική διάκριση, επεκτείνεται και στις ομάδες που ανήκουν. Δηλαδή, τείνουν να βλέπουν πιο ευνοϊκά τις ομάδες που ανήκουν, παρά τις ομάδες που δεν ανήκουν. Έτσι ως εκ τούτου, έχουν την τάση να βλέπουν λιγότερο θετικά τους ανθρώπους που δεν αποτελούν μέρος μίας ομάδας σε σχέση με αυτούς που ανήκουν κάπου. Επίσης, αυτό είναι ιδιαίτερα πιθανό να συμβεί, όταν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων ή όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι η ταυτότητα της ομάδας τους δοκιμάζεται η αμφισβητείται.
Μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για την εξέταση αυτής της πεποίθησης, διαπιστώνουν ότι: οι άνθρωποι γενικότερα εμφανίζουν ενδείξεις ευνοιοκρατίας για την ομάδα τους, και επιπλέον, ενισχύεται θετικά η αυτοεκτίμηση τους και το αίσθημα της θετικότητας προς την ομάδας τους, όταν διαγράφονται άλλα μέλη από την ομάδα και θεωρούνται ως «παρείσακτα». Η θεωρία της «κοινωνικής σύγκρισης», υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι από τη φύση τους κάνουν συγκρίσεις με άλλους ανθρώπους και ότι αυτές οι συγκρίσεις μπορούν συχνά να μας κάνουν να αισθανόμαστε χειρότερα ή καλύτερα για τον εαυτό μας. Ο Freud υποστήριξε, δεκαετίες πριν, ότι οι άνθρωποι ένιωθαν καλά με τον εαυτό τους και τα ελαττώματά τους, όταν πίστευαν ότι και άλλα άτομα είχαν τα ίδια αρνητικά χαρακτηριστικά με αυτούς. Βασικά, αν υποθέσουμε ότι αισθάνεστε ανέντιμοι, τότε είναι πιο πιθανό να βλέπετε τους άλλους ανθρώπους ως επίσης ανέντιμους κι αυτό σας κάνει κατά μία έννοια, να αισθάνεστε πιο έντιμοι από αυτούς. Όταν απειλείται η αυτοεκτίμησή μας, εκδηλώνουμε αρκετή επιθετικότητα.
Με άλλα λόγια, σε γενικές γραμμές, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν οι άνθρωποι αισθάνονται καλά ή άσχημα για τον εαυτό τους. Αυτό που έχει σημασία, είναι ότι εκείνη τη στιγμή που επιτίθενται, αισθάνονται χειρότερα για τον εαυτό τους από ό, τι συνήθως. Επίσης, σ’ αυτό το πεδίο έρευνας, έχει διαπιστωθεί ότι η απειλούμενη αυτοεκτίμηση συνδέεται με ένα ευρύ φάσμα αυξημένων επιθετικών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι νιώσουν προσβεβλημένοι, σε αντίθεση με το να λαμβάνουν εκτίμηση, είναι αρκετά πιθανό να κάνουν προσβλητικά σχόλια σε κάποιο άλλο άτομο. Όταν απειλείται η αυτοεκτίμησή μας, τότε είναι πιθανό να συγκρίνουμε τους εαυτούς μας με ανθρώπους που νομίζουμε ότι είναι σε χειρότερη θέση από εμάς, ώστε να βλέπουμε ότι έχουν περισσότερα αρνητικά χαρακτηριστικά από εμάς, προκειμένου να υποβαθμίσουμε τα άτομα που δεν είναι μέλη των ομάδων μας, καθώς και για να εκφράσουμε πιο άμεση επιθετικότητα προς τους ανθρώπους γενικότερα.
Μια άλλη κατηγορία είναι οι ηλικιωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι δυσκολεύονται να αντιληφθούν τις πραγματικές ικανότητες και το πραγματικό επίπεδο ωριμότητας ενός νέου. Ειδικότερα εάν έχει εξειδικευμένες γνώσεις που προφανώς δεν κατέχουν οι προηγούμενες γενιές. Κατά συνέπεια, του μιλούν σαν να είναι ακόμη μικρό παιδί και σαν να χρειάζεται στα πάντα καθοδήγηση, με αποτέλεσμα ο νέος να προσβάλλεται από αυτή την υποτίμηση.